Ο λαός στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες γιορτάζει την 1η Μαΐου ως την τελική νίκη του καλοκαιριού κατά του χειμώνα και μαζί ως την κατανίκηση του θανάτου από τη ζωή. Γι' αυτό και ο τόπος του γιορτασμού της
είναι η εξοχή, η ολοπράσινη φύση.
Τη δροσιά αυτή θέλουν να πάρουν από τη φύση οι άνθρωποι. Όταν βρεθούν στην αγκαλιά της κυλιούνται μέσα στα χλωρά χόρτα για να "μαζέψουν δροσιά" και να "είναι δροσεροί όλο το χρόνο".
Την ομορφιά αυτή και τη δροσιά από τη φύση θέλουν να φέρουν έπειτα και στο σπίτι τους
, κόβοντας λουλούδια του αγρού και πλέκοντας στεφάνι πολύχρωμο, που το κρεμούν στην πόρτα του σπιτιού.
Από τότε κύλησε πολύ
νερό στ’ αυλάκι και απ’ άκρη σ’ άκρη της γης όλοι οι εργάτες διεκδίκησαν λιγότερες ώρες εργασίας και καλύτερες συνθήκες δουλειάς. Αμέτρητα ήταν τα θύματα αυτών των αγώνων σε πολλές χώρες, αλλά οι εργάτες δικαιώνονταν και εξασφάλιζαν καλύτερους όρους και λιγότερες ώρες εργασίας.
Αποσπάσματα για την Πρωτομαγιά του
1886
«Παντού βλέπει κανείς αναταραχή για
το οχτάωρο», έγραφε ο Τζον Σουίντον στην εφημερίδα του, στις 18 του Απρίλη
1886. Οι εργάτες διαδήλωναν και τραγουδούσαν από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Σαν
Φραντσίσκο. Οι εφημερίδες, ομόφωνα και με μικρές διαφοροποιήσεις, δήλωναν ότι
το κίνημα ήταν «κομμουνιστικό, ανατριχιαστικό και αχαλίνωτο». Δήλωναν ότι θα
έφερνε «μείωση μισθών, φτώχεια και κοινωνική υποβάθμιση του αμερικανικού εργάτη»,
ενώ θα έσπρωχνε τους εργάτες σε «αλητεία και χαρτοπαιξία, βία, κραιπάλη και
αλκοολισμό». Η Νιου Γιορκ Τάιμς, στις 25 του Απρίλη 1886, χαρακτήρισε το κίνημα
«αντιαμερικανικό», προσθέτοντας ότι «οι εργατικές αναταραχές προκαλούνται από
ξένους»…
Η 1η του Μάη ήταν μια θαυμάσια μέρα.
Ο παγωμένος άνεμος της λίμνης, που συχνά ήταν πολύ διαπεραστικός την άνοιξη,
ξαφνικά έπεσε και είχε βγει ένας δυνατός ήλιος. Ολα ήταν ήσυχα, τα εργοστάσια
άδεια, οι αποθήκες κλειστές, τα φορτηγά βαγόνια αχρησιμοποίητα, οι δρόμοι έρημοι,
οι οικοδομές παρατημένες, δεν έβγαινε καπνός από τα φουγάρα των εργοστασίων και
οι μάντρες των ζώων ήταν σιωπηλές.
Ηταν Σάββατο, εργάσιμη μέρα. Ομως οι
εργάτες γελώντας, κουβεντιάζοντας και ντυμένοι με τα καλά τους, κατευθύνονταν
μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, στη λεωφόρο Μίτσιγκαν. Ο δρόμος είχε
αποκτήσει ατμόσφαιρα γιορτής…
Εξω από τον κύριο όγκο της
διαδήλωσης και στους γειτονικούς δρόμους ήταν παραταγμένοι λόχοι αστυνομικών
και ειδικών δυνάμεων, έτοιμοι να επιβάλουν «το νόμο και την τάξη».
H σφαγή των εργατών του Σικάγο στην πλατεία Χέιμάρκετ
Η διαδήλωση
Γύρω στους 340.000 εργάτες
διαδήλωναν σε όλη τη χώρα. Περίπου 190.000 είχαν κατέβει σε απεργία. Στο Σικάγο
80.000 απεργούσαν για το οχτάωρο και οι περισσότεροι, είπε ο Σπάις δείχνοντας
με συγκίνηση, βρίσκονταν εδώ και περίμεναν να αρχίσει η διαδήλωση.
Η διαδήλωση άρχιζε, οι χιλιάδες
ξεκινούσαν την πορεία και ο καθένας ένιωθε μέσα του τη δύναμη, την τεράστια
δύναμη της αλληλεγγύης… όλοι αποφασισμένοι στη διεκδίκηση του οχτάωρου.
H συγκέντρωση στο Χέιμαρκετ
Το πλήθος δεν έφτανε να γεμίσει την πλατεία,
γι’ αυτό ο Σπάις, που είχε πάει πρώτος, έσπρωξε ένα άδειο βαγόνι στη γωνία του
λιθόστρωτου δρόμου, μισό τετράγωνο πιο πέρα, για να το χρησιμοποιήσουν σαν
εξέδρα οι ομιλητές. Εκεί κοντά βρισκόταν το αστυνομικό τμήμα της οδού Ντεπλέν,
με διευθυντή τον αστυνόμο Τζον Μπόνφιλντ, που είχε παρατσούκλι «Γκλόμπερ», όπου
180 αστυφύλακες ήταν σε ετοιμότητα για να κάνουν επίθεση στους συγκεντρωμένους
αν το καλούσε η περίσταση. Αυτό δεν το ήξερε ο Σπάις, όπως δεν ήξερε και ότι
μέσα στο πλήθος ήταν ο δήμαρχος Κάρτερ Χάρισον.
Ο Σπάις μιλούσε από το βαγόνι, όταν
είδε τον Πάρσονς να φτάνει μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Τον είδε
και ο κόσμος και ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Ο Πάρσονς έβαλε την οικογένειά του
σε ένα άλλο άδειο βαγόνι, πήγε στην αυτοσχέδια εξέδρα, σκαρφάλωσε και άρχισε
την ομιλία του. «Δε βρίσκομαι εδώ για να ξεσηκώσω κανέναν», είπε, «αλλά για να
πω τα πράγματα έτσι όπως έχουν». Ο δήμαρχος του Σικάγου απομακρύνθηκε από το
ακροατήριο, πήγε στο αστυνομικό τμήμα και είπε στον αστυνόμο Μπόνφιλντ ότι η
συγκέντρωση ήταν ειρηνική, γι’ αυτό, είπε, δε χρειάζονταν οι αστυφύλακες της
επιφυλακής και μπορούσαν να επιστρέψουν στα κανονικά καθήκοντά τους.
Η προβοκάτσια
Η ομιλία του Πάρσονς τέλειωσε στις
δέκα. Φυσούσε κιόλας ένας παγωμένος άνεμος από τη μεριά της λίμνης και έπεφταν
λίγες σταγόνες βροχής. Ερχόταν καταιγίδα. Πολλοί είχαν φύγει. Τώρα μιλούσε ο
Σαμ Φίλντεν, αλλά ο Πάρσονς πήρε τη γυναίκα του και τα παιδιά του από το
βαγόνι, όπου τους είχε αφήσει, και με μερικούς άλλους μπήκαν σ’ ένα μπαρ, στου
Ζεπφ, στη γωνία. Μετά από λίγο η παρέα γελούσε και έλεγε ιστορίες με ένα ποτήρι
μπίρα στο χέρι, ενώ έξω ο Φίλντεν συνέχιζε την ομιλία του μπροστά στο πλήθος,
που ολοένα μίκραινε.
«Είναι αλήθεια ή όχι», έλεγε, «ότι
δεν εξουσιάζουμε την ίδια μας τη ζωή, ότι άλλοι διαμορφώνουν τις συνθήκες
ύπαρξής μας, ότι…». Ξαφνικά φωνές ακούστηκαν: «Προσοχή! Η αστυνομία!». Από το
τέρμα του δρόμου φάνηκαν οι 180 αστυφύλακες σε στρατιωτικό σχηματισμό, με τα
γκλομπ στα χέρια. Επικεφαλής ήταν ο αστυνόμος Μπόνφιλντ και ο αστυνόμος
Γουόρντ. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει. Ο Γουόρντ σταμάτησε μπρος στο βαγόνι και
είπε στον κατάπληκτο Φίλντεν: «Εν ονόματι του λαού της πολιτείας του Ιλινόις,
διατάζω να διαλυθεί αμέσως και ειρηνικά αυτή η συγκέντρωση».
«Μα, Αστυνόμε», είπε ο Φίλντεν με
σβησμένη φωνή, «είμαστε ειρηνικοί».
Για μια στιγμή έγινε σιωπή. Μέσα στη
νύχτα ακουγόταν ο θόρυβος των ποδιών που έτρεχαν. Ξαφνικά ένα κόκκινο φως
έλαμψε και ακούστηκε μια τρομερή έκρηξη. Κάποιος είχε ρίξει μια βόμβα.
Ακολούθησε φοβερή σύγχυση. Η αστυνομία πυροβολούσε άγρια προς όλες τις
κατευθύνσεις, άνθρωποι έπεφταν στη γη, πολλοί είχαν τραυματιστεί, άλλοι
έτρεχαν, έβριζαν, βογκούσαν καθώς τους ποδοπατούσαν ή τους χτυπούσαν με τα
γκλομπ οι μανιασμένοι αστυνομικοί, ένας από τους οποίους είχε σκοτωθεί και εφτά
ήταν βαριά τραυματισμένοι.
Την άλλη μέρα το Σικάγο και όλη η
χώρα είχαν μεταμορφωθεί σε ένα τέρας που διψούσε για εκδίκηση. «Με την έκρηξη
της βόμβας», γράφει ο Ντέιβιντ στην αναφορά του στα γεγονότα της Χέιμάρκετ, «ο
Τύπος έχασε και το τελευταίο ίχνος αντικειμενικότητας… Ενας χαρακτηριστικός
τίτλος ούρλιαζε: «ΤΩΡΑ ΑΙΜΑ!.. Μια βόμβα που ρίχτηκε στις γραμμές της
αστυνομίας εγκαινιάζει το έργο του θανάτου».
Η Νιου Γιορκ Τρίμπιουν έγραφε:
«… ο όχλος έμοιαζε να έχει χάσει τα
λογικά του, διψούσε για αίμα. Μένοντας σταθερά στη θέση, έριξε καταιγισμούς
πυρών στους αστυνομικούς».
Από την αρχή κιόλας, πολλοί
σκέφτηκαν ότι η βόμβα ήταν έργο προβοκατόρων και αργότερα αυτή η υπόθεση
υποστηρίχτηκε εν μέρει και από την αστυνομία. Το πρωί όμως της 5ης του Μάη,
αλλά και πολλές μέρες αργότερα, δεν ήταν φρόνιμο να εκφράζονται τέτοιες
σκέψεις.
Οι εφημερίδες της χώρας δήλωναν με
ένα στόμα ότι δεν είχε σημασία αν ο Πάρσονς, ο Σπάις και ο Φίλντεν είχαν βάλει
τη βόμβα ή όχι. Επρεπε να κρεμαστούν για τις πολιτικές απόψεις τους, για τα
λόγια τους και τη γενική δραστηριότητά τους. Οσο περισσότεροι ταραχοποιοί
παραδίνονταν στο δήμιο, τόσο το καλύτερο.
Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ και Χέρμπερτ Μ.
Μόρε, «Η άγνωστη Ιστορία του Εργατικού Κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις «Σύγχρονη
Εποχή»
Οι
Πρωτομαγιές των Ελλήνων εργατών